- πυκνοτάτης
- πυκνόςclosefem gen superl sg (attic epic ionic)πυκνοςwith pointed bottomfem gen superl sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πολυβόλο — το 1. αυτόματο πυροβόλο όπλο, μικρού διαμετρήματος και πυκνότατης βολής. 2. μτφ., φλύαρος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)